σωφρονικῶς

σωφρονικῶς
σωφρονικός
naturally temperate
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σωφρονικώς — Α επίρρ. βλ. σωφρονικός …   Dictionary of Greek

  • σωφρονικός — ή, όν, Α [σώφρων, ονος] 1. ο εκ φύσεως φρόνιμος, συνετός 2. (για καταστάσεις ή διαθέσεις) αυτός που φανερώνει σωφροσύνη 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ σωφρονικόν η σωφροσύνη, η φρονιμάδα. επίρρ... σωφρονικῶς Α με σωφροσύνη, με φρονιμάδα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”